- ρουθουνίζω
- -ισα, αναπνέω από τα ρουθούνια με θόρυβο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουθουνίζω — ρουθουνίζω, ρουθούνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρουθουνίζω — και ρωθωνίζω Ν [ρουθούνι / ῥώθων] αναπνέω θορυβωδώς με τη μύτη … Dictionary of Greek
εμβριμώμαι — ἐμβριμῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για άλογα) χρεμετίζω, ρουθουνίζω 2. (για πρόσ.) δυσανασχετώ, γογγύζω 3. εκδηλώνω την αγανάκτηση μου, επιπλήττω 4. ορμώ εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
μουθουνίζω — και μουσουνίζω 1. ξεφυσώ από τα ρουθούνια με κλειστό το στόμα 2. μιλώ έρρινα, με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουσουνίζω < ιταλ. muso + κατάλ. ίζω, ενώ ο τ. μουθουνίζω κατά το ρουθουνίζω] … Dictionary of Greek
ρουθουνητό — το, Ν το ρουθούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουθούνι / ρουθουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. βογγ ητό)] … Dictionary of Greek
ρουθούνισμα — το, Ν [ρουθουνίζω] η θορυβώδης αναπνοή με τη μύτη … Dictionary of Greek
ρωθωνίζω — Ν βλ. ρουθουνίζω … Dictionary of Greek